Για τι παλεύουμε

Καλούμε τους εκπαιδευτικούς, γονείς και μαθητές να απαιτήσουν:

· Αναδιοργάνωση της Εκπαίδευσης (σε δομή και περιεχόμενο) με κριτήριο την ικανοποίηση των μορφωτικών αναγκών των νέων (την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους, τη γνώση της φυσικής και κοινωνικής νομοτέλειας, τους νόμους της κοινωνικής εξέλιξης), την προετοιμασία τους για την επαγγελματική και κοινωνική ζωή και δράση.

· Αποκλειστικά Δημόσια Δωρεάν Παιδεία. Κατάργηση κάθε επιχειρηματικής δράσης στην Εκπαίδευση.

· 2χρονη υποχρεωτική προσχολική αγωγή

· Ενιαίο 12χρονο Δημόσιο Δωρεάν Σχολείο ολόπλευρης μόρφωσης για όλους μέχρι τα 18 τους χρόνια

· Επαγγελματική εκπαίδευση σε δημόσιες δωρεάν σχολές με κατοχυρωμένα επαγγελματικά δικαιώματα

· Ενιαία Ανώτατη Εκπαίδευση στην υπηρεσία του λαού (ανάπτυξη της έρευνας, της επιστήμης και της τεχνολογίας και την εφαρμογή τους στην ικανοποίηση των διευρυμένων αναγκών του).

Είναι φανερό ότι το σχολείο των λαϊκών αναγκών συγκρούεται με τον πυρήνα της αστικής ιδεολογίας που θέλει το σχολείο μηχανισμό ενσωμάτωσης των νέων και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης που το κεφάλαιο έχει ανάγκη. Η οικοδόμηση του σχολείου των σύγχρονων λαϊκών αναγκών είναι υπόθεση του λαού, είναι μέτωπο πάλης του εργατικού λαϊκού- κινήματος στην κατεύθυνση κατάκτησης της δικής του εξουσίας. Πάλη που θα κατακτά επιμέρους στόχους, θα επιβάλλει βελτιώσεις, θα κάνει συνείδηση στο λαό την αναγκαιότητα του άλλου δρόμου ανάπτυξης με κριτήριο την ικανοποίηση του συνόλου των λαϊκών αναγκών.

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΓΟΝΕΩΝ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ

Κυριακή 31 Μαΐου 2020

ΓΙΑ ΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ


(Αναδημοσίευση από τον Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου 30-31/5/2020

ΑΝΟΙΓΜΑ ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Εγκληματικές οι ευθύνες της κυβέρνησης για τις μεγάλες ελλείψεις

MotionTeam
Φτάσαμε στο «και πέντε» για το άνοιγμα των Δημοτικών Σχολείων και Νηπιαγωγείων τη Δευτέρα, με την κυβέρνηση να κουβαλάει πλέον εγκληματικές ευθύνες για την κατάσταση που επικρατεί, αφού είναι φανερό ότι τα σχολεία θα ανοίξουν με σοβαρές ελλείψεις, που από τη μία θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια και την υγεία εκπαιδευτικών και μαθητών και, από την άλλη, τορπιλίζουν την ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία.
Οι εξαγγελίες της υπουργού Παιδείας την περασμένη Δευτέρα, ότι θα υπάρξουν κονδύλια για πρόσληψη προσωπικού καθαριότητας, αποδείχθηκαν απατηλές, αφού την ίδια μέρα ο υπουργός Εσωτερικών δήλωσε, απαντώντας σε Ερώτηση του ΚΚΕ, ότι η λύση της πρόσληψης μόνιμου προσωπικού «δεν είναι στο τραπέζι». Με τον ίδιο τρόπο αντιμετώπισε η κυβέρνηση και τα αιτήματα των δήμων για προσλήψεις, με αποτέλεσμα μέσα σε τέσσερις - πέντε μέρες οι δήμοι να πρέπει να βρουν προσωπικό ή να τροποποιήσουν συμβάσεις του υπάρχοντος προσωπικού για να καλύψουν πολλαπλάσιες ανάγκες καθαρισμού των σχολείων. Κι αυτό, όταν ήταν γνωστό ότι για να καλυφθούν οι ανάγκες της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης που άνοιξε πριν από δυο βδομάδες, οι δήμοι είχαν μετακινήσει εκεί το προσωπικό καθαριότητας από την Πρωτοβάθμια. Κι όταν επίσης ήταν γνωστό ότι τα Δημοτικά και τα Νηπιαγωγεία, με παιδιά πολύ μικρότερων και ευαίσθητων ηλικιών, χρήζουν πιο επιμελούς φροντίδας στο θέμα της καθαριότητας...
Στις περισσότερες περιοχές είναι δεδομένο ότι τη Δευτέρα τα σχολεία θα ανοίξουν χωρίς το απαιτούμενο προσωπικό καθαριότητας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ασφάλεια και την προστασία της υγείας μαθητών και εκπαιδευτικών. Οι οδηγίες του ΕΟΔΥ για σχολαστικό καθαρισμό των σχολείων δυο φορές τη μέρα και συχνό καθαρισμό όλων των κοινόχρηστων χώρων θα μείνουν κενό γράμμα με το υπάρχον προσωπικό καθαριότητας, που ήταν γνωστό ακόμα και πριν την πανδημία ότι είναι ελλιπές.
Στην πραγματικότητα, οι καθαρίστριες Δημοτικών και Νηπιαγωγείων έχουν ειδοποιηθεί να είναι στα σχολεία τους, χωρίς να έχει γίνει καμία πρόβλεψη για νέο προσωπικό που θα καλύψει τις ανάγκες σε Γυμνάσια και Λύκεια. Για να καταλάβει κάποιος το μέγεθος της κοροϊδίας και της επικινδυνότητας, αναφέρουμε το εξής παράδειγμα: Υπάρχουν δήμοι στην Αττική που ειδοποίησαν νεοπροσληφθέντες εποχικούς στην πυροπροστασία (με τρίμηνες συμβάσεις) να ετοιμαστούν να πάνε από Δευτέρα στα σχολεία για να δουλέψουν ως καθαριστές! Αντίστοιχες τράμπες γίνονται και με εργαζόμενους άλλων ειδικοτήτων, ενώ ήδη έχουν ξεκινήσει επαφές δήμων με εταιρείες, ώστε να τους παραχωρήσουν από Σεπτέμβρη την καθαριότητα...
Και δεν είναι μόνο αυτό. Μόλις τρεις μέρες για το άνοιγμα των σχολείων και πολλά σχολεία ακόμα δεν έχουν παραλάβει τα αντισηπτικά, ενώ ακόμα από την απόφαση του υπουργείου, που αναφέρει ότι θα δοθούν σε δύο δόσεις (έως 28 Μάη και έως 11 Ιούνη), προκύπτει ότι ο αριθμός είναι ιδιαίτερα μικρός για να καλύψει τις ανάγκες. Η συντριπτική πλειοψηφία των γονιών δεν έχει ακόμα εικόνα σε ποιο τμήμα θα είναι το παιδί τους, καθώς επίσης και για το πρόγραμμα του τμήματος. Γεγονός που δυσκολεύει τον προγραμματισμό των εργαζόμενων γονιών. Επιπλέον, στην πλειοψηφία των δήμων δεν έχουν ενημερωθεί οι γονείς για τη μετακίνηση των μαθητών με σχολικά λεωφορεία ή της Περιφέρειας ή του δήμου.
Η κυβέρνηση είχε δυόμισι μήνες να σχεδιάσει την επαναλειτουργία της Εκπαίδευσης και είναι εύλογο το ερώτημα «τι σχεδιασμό έκανε;», «τι μέτρα πήρε για να επιστρέψουν με ασφάλεια εκπαιδευτικοί και μαθητές στα σχολεία;»... Οι αυξημένες ανάγκες στην καθαριότητα, εξάλλου, δεν αφορούν μόνο τον Ιούνη, αλλά πολύ περισσότερο αφορούν τον Σεπτέμβρη και όλη την υπόλοιπη χρονιά. Είναι μόνιμη και διαρκής ανάγκη. Γι' αυτό και απαιτεί μόνιμο προσωπικό, κάτι όμως που αρνείται πεισματικά η κυβέρνηση, όπως έπραξαν στο παρελθόν και οι προηγούμενες κυβερνήσεις, συντηρώντας ένα καθεστώς ομηρίας για τους χιλιάδες εργαζόμενους στην καθαριότητα.
Με δεδομένα τα παραπάνω, η Ομοσπονδία Γονέων Αττικής καλεί τους Συλλόγους Γονέων να ελέγχουν την κατάσταση που διαμορφώνεται σε κάθε σχολείο και στο βαθμό που εντοπίζουν προβλήματα που καθιστούν απαγορευτική τη λειτουργία του, να απαιτούν να μην ανοίξει το σχολείο εάν δεν εξασφαλιστούν οι όροι και οι προϋποθέσεις που απαιτούνται.
Συνεχίζεται η ανισότιμη πρόσβαση των μαθητών στη μόρφωση
Οι ελλείψεις όμως δεν σταματούν στο θέμα της καθαριότητας, αλλά έχουν να κάνουν και με τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς. Εκπαιδευτικοί που ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου, άλλοι που λόγω παιδιών παρατείνουν τις άδειες ειδικού σκοπού κ.λπ. που αντικειμενικά δεν μπορούν να επιστρέψουν κανονικά στα σχολεία, δεν πρόκειται να αντικατασταθούν! Αυτό απαντάει κυνικά η κυβέρνηση. Η υφυπουργός Παιδείας, μάλιστα, μιλώντας την περασμένη Τετάρτη σε τηλεοπτικό σταθμό, είπε ότι θα ακολουθηθεί και τώρα ό,τι έγινε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, όπου ένα ποσοστό 8% - 9% των εκπαιδευτικών δεν επέστρεψε στα σχολεία και η «λύση» ήταν η... καλύτερη διαχείριση του υπάρχοντος προσωπικού! Η διαχείριση αυτή όμως, όπως καλά γνωρίζουν οι μαθητές της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, σημαίνει κενά εκπαιδευτικών και μαθήματα που απλά δεν διδάσκονται καθόλου. Αν αυτό όμως ισχύει για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, στην Πρωτοβάθμια δεν είναι ίδια τα πράγματα. Γιατί αν δεν μπορεί να επιστρέψει στο σχολείο ο δάσκαλος ή ο νηπιαγωγός, σημαίνει ότι το τμήμα του δεν λειτουργεί!
Και αν τα ποσοστά των εκπαιδευτικών που δεν μπορούν να επιστρέψουν στις τάξεις είναι αντίστοιχα με αυτά της Δευτεροβάθμιας, οι ελλείψεις αυτές δεν θα μπορούν να καλυφθούν με τους εκπαιδευτικούς των ολοήμερων, που με πονηριά η κυβέρνηση δεν τα ανοίγει έχοντας στο μυαλό της και την εξοικονόμηση προσωπικού. Γιατί το ολοήμερο θέλει και δασκάλους, θέλει και μεγαλύτερη επιμέλεια στην καθαριότητα, στους χώρους και τις αποστάσεις κ.τ.λ. Ετσι, η κυβέρνηση προτιμάει την εύκολη λύση της μη λειτουργίας τους, δημιουργώντας μεγάλα προβλήματα στον οικογενειακό προγραμματισμό και τους εργαζόμενους γονείς.
Αντίστοιχα λειτουργεί η κυβέρνηση και για τους μαθητές που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες ή που έχουν στο σπίτι άτομο ευπαθούς ομάδας και δεν μπορούν να επιστρέψουν στα σχολεία. Η υπουργός Παιδείας επιμένει στην απαράδεκτη ρύθμιση για ηλεκτρονική αναμετάδοση του μαθήματος μέσα από τις σχολικές αίθουσες, κάτι όμως που σωστά οι εκπαιδευτικοί έχουν απορρίψει με τις συλλογικές τους αποφάσεις. Στην πράξη, αν ένας εκπαιδευτικός θέλει να βοηθήσει αυτούς τους μαθητές του που απουσιάζουν από την τάξη, χωρίς να εκθέσει τα υπόλοιπα παιδιά της τάξης σε «τηλεριάλιτι», θα πρέπει το πρωί να κάνει μάθημα στο σχολείο και το απόγευμα να κάνει δυο και τρεις ώρες απλήρωτες υπερωρίες για τηλεκπαίδευση! Ενώ είναι φανερό ότι η λύση και εδώ, θα ήταν η πρόσληψη όλων των απαραίτητων εκπαιδευτικών για τις πρόσθετες ανάγκες που δημιουργούνται αυτήν την περίοδο.
Ολα τα παραπάνω δείχνουν ότι η «κανονικότητα» όπου η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι επιστρέφει είναι ψέμα και υποκρισία. Οπως ξεκινήσαμε από την αρχή της καραντίνας με την πλήρη ανισοτιμία στην πρόσβαση των μαθητών στην τηλεκπαίδευση, με ευθύνη της κυβέρνησης που δεν εξασφάλισε σε όλους τα τεχνικά μέσα για την υλοποίησή της, έτσι συνεχίζουμε και τώρα στη νέα φάση επαναλειτουργίας των σχολείων. Γιατί στα Δημοτικά, για παράδειγμα, άλλα παιδιά θα έχουν τον δάσκαλό τους και θα προχωρούν παρακάτω την ύλη τους, θα κάνουν Γλώσσα, Μαθηματικά, Ιστορία κ.ο.κ. κι άλλα παιδιά θα αρκούνται μόνο στα μαθήματα των εκπαιδευτικών ειδικοτήτων (Γυμναστική, Αγγλικά, Εικαστικά κ.λπ.), ή δεν θα έχουν καμιά πρόσβαση στο μάθημα αν δεν μπορούν να επιστρέψουν στο σχολείο.
Η υπονόμευση της υποχρεωτικότητας της Εκπαίδευσης δημιουργεί διαλυτικές καταστάσεις
Μην έχοντας εξασφαλίσει, λοιπόν, όλους τους παραπάνω όρους για την κανονική επαναλειτουργία των σχολείων, η κυβέρνηση πέταξε το μπαλάκι στους γονείς, να πάρουν οι ίδιοι τα ρίσκα τους και την απόφαση αν θα στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο. Μαζί με την επίκληση της «ατομικής ευθύνης» προς τους γονείς, όρισε ότι οι απουσίες δεν θα μετράνε «κλείνοντάς τους το μάτι» ότι η επαναλειτουργία των σχολείων αυτήν την περίοδο είναι λίγο - πολύ... προαιρετική.
Χτυπώντας όμως έτσι την υποχρεωτικότητα της Εκπαίδευσης, έχει δημιουργήσει μια διαλυτική κατάσταση στην εκπαιδευτική διαδικασία. Η εικόνα ειδικά στα Λύκεια που λειτουργούν εδώ και δυο βδομάδες είναι αποκαρδιωτική από πλευράς συμμετοχής των μαθητών. Ακόμα και τα ίδια τα στοιχεία του υπουργείου μιλούν για ένα ποσοστό μαθητών της τάξης του 40% που δεν έχει επιστρέψει στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, ενώ από αυτά τα στοιχεία λείπει η Γ' Λυκείου που θα ανέβαζε ακόμα περισσότερο το ποσοστό. Και μάλλον πρόκειται για στοιχεία υπό αμφισβήτηση, καθώς η εικόνα γίνεται χειρότερη όσο περνούν οι μέρες.
Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση καλλιεργεί η ίδια την απαξίωση απέναντι στο δημόσιο σχολείο, τη σημασία του όχι μόνο για την κατάκτηση της γνώσης, αλλά και για την ισόρροπη διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Με τη μη εξασφάλιση όλων των όρων ασφαλούς λειτουργίας των σχολείων, σπρώχνει μαθητές έξω από αυτά, νομιμοποιώντας την αντιδραστική λογική ότι «δεν τρέχει και τίποτα αν χάσουμε ένα μήνα μάθημα» ή «δεν τρέχει και τίποτα αν όλα αυτά που χάσαμε την περίοδο της πανδημίας δεν αναπληρωθούν»...
Και όλα τα παραπάνω χτυπούν καμπανάκι συναγερμού για τη λειτουργία των σχολείων από τον Σεπτέμβρη. Τότε που τα σχολεία πρέπει να ανοίξουν για όλα τα παιδιά κι όχι να συνεχίζεται η εκ περιτροπής φοίτησή τους. Τότε που δεν θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν κοντέινερ, υπόγειες αίθουσες και αυλές που είναι σαν κοτέτσια. Τότε που θα πρέπει να γίνει πλήρης αναπλήρωση της ύλης που χάθηκε για όλους, που θα πρέπει όλοι οι απαραίτητοι εκπαιδευτικοί να είναι στις θέσεις τους από την πρώτη μέρα. Ολα αυτά απαιτούν γενναία χρηματοδότηση και ουσιαστικό επανασχεδιασμό, με γνώμονα όμως τις ανάγκες των μαθητών και τη στήριξη των σχολείων και του έργου των εκπαιδευτικών.

Γ. Σ.


Τρίτη 3 Μαρτίου 2020

Με αφορμή την «απογοητευτική» επίδοση των Ελλήνων μαθητών στο πρόγραμμα PISA


Με αφορμή την «απογοητευτική» επίδοση
των Ελλήνων μαθητών στο πρόγραμμα PISA

«ΣΟΚ! Οι Έλληνες μαθητές τελευταίοι στην Ευρώπη», «Μετεξεταστέοι οι Έλληνες μαθητές», «Τούβλα οι Έλληνες μαθητές». Αυτά είναι κάποια από τα πρωτοσέλιδα του έντυπου και διαδικτυακού Τύπου μετά τα αποτελέσματα του διεθνούς διαγωνισμού PISA, που αξιολογεί το επίπεδο των 15χρονων σε κατανόηση κειμένου, Μαθηματικά και φυσικές επιστήμες.
Κάνοντας παντιέρα τις «απογοητευτικές» επιδόσεις της Ελλάδας στο διαγωνισμό, η κυβέρνηση προσπαθεί να παρουσιάσει τις προτεινόμενες αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις ως τη «θεραπεία διά πάσαν νόσον». Η υπουργός Παιδείας, Ν. Κεραμέως, σχολιάζει: «Τα αποτελέσματα του διαγωνισμού PISA για το 2018 καταδεικνύουν μία χρόνια παθογένεια του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Απαιτούνται δομικές και ουσιαστικές παρεμβάσεις, ξεκινώντας από τα "θεμέλια", δηλαδή από το ίδιο το νηπιαγωγείο... Θέλουμε να δώσουμε έμφαση στην καλλιέργεια ήπιων δεξιοτήτων, όπως η κριτική σκέψη και η συνεργατικότητα».
Γι' αυτό άλλωστε στην ατζέντα της κυβέρνησης για την Εκπαίδευση του 2020 ξεχωρίζουν: Τα «Προγράμματα Σπουδών για τη συστηματικότερη καλλιέργεια ήπιων δεξιοτήτων», η «ενίσχυση της αυτονομίας και εξωστρέφειας των σχολικών μονάδων», η «επένδυση, με σχεδιασμό, στην εξωστρέφεια του εκπαιδευτικού μας συστήματος με την καλλιέργεια διμερών σχέσεων με χώρες που έχουν επιδείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για ξενόγλωσσα προγράμματα σπουδών στην Ελλάδα, όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα...».
Πράγματι, οι απαιτήσεις, τόσο για την εργασία όσο και για την εκπαίδευση, αλλάζουν γρήγορα. Υπάρχουν η απαίτηση για αποτελεσματικότερο συνδυασμό γνώσεων και δεξιοτήτων, η αναθεώρηση προγραμμάτων σπουδών, η συνεχής επιμόρφωση και ο συντονισμός με τις νέες τεχνολογικές δυνατότητες.
Υπάρχει η απαίτηση οργάνωσης της εργασίας σε πιο διευρυμένα δίκτυα επικοινωνίας και συνεργασίας, εφόσον όλο και περισσότεροι άνθρωποι από διαφορετικές κουλτούρες εργάζονται για τον ίδιο σκοπό, σε πολυδιάστατα έργα, με τη συμβολή διαφορετικών επιστημονικών και τεχνικών κλάδων. Η κοινωνικοποίηση της εργασίας σε παγκόσμιο επίπεδο είναι γεγονός. Όμως, όσο το αποτέλεσμά της το ιδιοποιείται μία χούφτα ανθρώπων, η διαστρέβλωση, ο ανορθολογισμός και η ημιμάθεια θα διογκώνονται.
Οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί, όπως ο ΟΟΣΑ, που εξυπηρετούν τα οικονομικά συμφέροντα όλο και μικρότερου τμήματος του παγκόσμιου πληθυσμού με έντονο ανταγωνισμό, αντιμετωπίζουν την Εκπαίδευση και ως πεδίο κερδοφορίας. Αυτό συμβαίνει αφενός βραχυπρόθεσμα, μέσω επενδύσεων σε εκπαιδευτικά προγράμματα, ιδιωτικά εκπαιδευτικά και συμβουλευτικά ιδρύματα, εκπαιδευτικό τουρισμό και αφετέρου μακροπρόθεσμα, ως πεδίο βελτίωσης της βασικής τους πρώτης ύλης, της ανθρώπινης εργασίας, που θα αυξήσει την παραγωγικότητα και έτσι τα κέρδη τους.
Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να αντιμετωπίσουμε και τις κατά καιρούς εκθέσεις αξιολόγησης του ΟΟΣΑ ή άλλων ιμπεριαλιστικών οργανισμών.
Και να γίνει αυτό, πρέπει αντικειμενικά να αποτυπώνουν και στοιχεία της πραγματικότητας. Ωστόσο, η εικόνα που δίνουν παραμένει τμηματική και επιφανειακή. Γιατί υπάρχει ο φακός του κέρδους που παραμορφώνει τους σκοπούς. Υπάρχει η αστική αντίληψη για τη γνώση, που παρόλο που αναπτύσσεται, αυτή δίνεται με το σταγονόμετρο. Τόσο όσο επιτρέπει και απαιτεί το κεφάλαιο.