Για τι παλεύουμε

Καλούμε τους εκπαιδευτικούς, γονείς και μαθητές να απαιτήσουν:

· Αναδιοργάνωση της Εκπαίδευσης (σε δομή και περιεχόμενο) με κριτήριο την ικανοποίηση των μορφωτικών αναγκών των νέων (την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους, τη γνώση της φυσικής και κοινωνικής νομοτέλειας, τους νόμους της κοινωνικής εξέλιξης), την προετοιμασία τους για την επαγγελματική και κοινωνική ζωή και δράση.

· Αποκλειστικά Δημόσια Δωρεάν Παιδεία. Κατάργηση κάθε επιχειρηματικής δράσης στην Εκπαίδευση.

· 2χρονη υποχρεωτική προσχολική αγωγή

· Ενιαίο 12χρονο Δημόσιο Δωρεάν Σχολείο ολόπλευρης μόρφωσης για όλους μέχρι τα 18 τους χρόνια

· Επαγγελματική εκπαίδευση σε δημόσιες δωρεάν σχολές με κατοχυρωμένα επαγγελματικά δικαιώματα

· Ενιαία Ανώτατη Εκπαίδευση στην υπηρεσία του λαού (ανάπτυξη της έρευνας, της επιστήμης και της τεχνολογίας και την εφαρμογή τους στην ικανοποίηση των διευρυμένων αναγκών του).

Είναι φανερό ότι το σχολείο των λαϊκών αναγκών συγκρούεται με τον πυρήνα της αστικής ιδεολογίας που θέλει το σχολείο μηχανισμό ενσωμάτωσης των νέων και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης που το κεφάλαιο έχει ανάγκη. Η οικοδόμηση του σχολείου των σύγχρονων λαϊκών αναγκών είναι υπόθεση του λαού, είναι μέτωπο πάλης του εργατικού λαϊκού- κινήματος στην κατεύθυνση κατάκτησης της δικής του εξουσίας. Πάλη που θα κατακτά επιμέρους στόχους, θα επιβάλλει βελτιώσεις, θα κάνει συνείδηση στο λαό την αναγκαιότητα του άλλου δρόμου ανάπτυξης με κριτήριο την ικανοποίηση του συνόλου των λαϊκών αναγκών.

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΓΟΝΕΩΝ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ

Για την αντιμετώπιση των μορφωτικών ανισοτήτων



Για την αντιμετώπιση των μορφωτικών ανισοτήτων
Στο επίκεντρο διακηρύξεων από τους εκάστοτε διαχειριστές που εναλλάσσονται στην κυβέρνηση έχει βρεθεί κατά καιρούς η στήριξη των μαθητών για την αντιμετώπιση της σχολικής αποτυχίας, της μαθητικής διαρροής. Τα διάφορα «αντισταθμιστικά μέτρα» που έχουν καθιερωθεί, η διαχρονική εξέλιξη και η αποτελεσματικότητά τους αναδεικνύουν πως η ύπαρξη μορφωτικών ανισοτήτων είναι αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνικής και εκπαιδευτικής πραγματικότητας, του εκπαιδευτικού προβλήματος. Τα ίδια τα μέτρα που κατά καιρούς λαμβάνονται για την αντιμετώπιση του ζητήματος, δεν είναι ξεκομμένα από την αστική στρατηγική για την Εκπαίδευση, ενώ τελικά αποδεικνύονται αναποτελεσματικά, καθώς δεν αντιπαλεύονται οι αιτίες που δημιουργούν τις ανισότητες μεταξύ των μαθητών.
Στην έννοια της «αντισταθμιστικής εκπαίδευσης» στα σχολεία υπάγονται η ενισχυτική διδασκαλία των μαθητών Γυμνασίου (εν μέρει και του Δημοτικού), η πρόσθετη διδακτική στήριξη των μαθητών όλων των τύπων Λυκείου. Ενιαίος σκοπός τους είναι, όπως αναφέρεται, «η μείωση της μαθητικής διαρροής και η βελτίωση των επιδόσεων των μαθητών».
Η σχεδόν εικοσάχρονη εφαρμογή τους δεν οδήγησε, βέβαια, στην εξάλειψη των ανισοτήτων, ενώ σήμερα ακόμα και αυτές οι στοιχειώδεις παρεμβάσεις περιορίστηκαν. Στα χρόνια της κρίσης στην Ελλάδα, σταδιακά αυτές οι παρεμβάσεις μειώθηκαν και τελικά εξαφανίστηκαν, παρ' όλες τις διακηρύξεις και τις διαβεβαιώσεις για το αντίθετο.
Αν και η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας ανακοίνωσε τον περασμένο Νοέμβρη, παρουσιάζοντας σχετικές τροπολογίες πως «η "αντισταθμιστική εκπαίδευση" ξαναγίνεται προτεραιότητα του υπουργείου Παιδείας» και ότι «παιδιά που προέρχονται από οικογένειες με πολύ χαμηλά εισοδήματα, παιδιά μεταναστών, παιδιά που λόγω της οικονομικής κρίσης δεν έχουν τη δυνατότητα να καταφύγουν σε εξωσχολική βοήθεια, μπορούν τώρα να βοηθηθούν με κριτήριο την ανάγκη τους για βελτίωση στα μαθήματα», τώρα ο υπουργός δήλωσε πως δεν θα πραγματοποιηθεί για τη φετινή χρονιά η Πρόσθετη Διδακτική Στήριξη για Λύκεια και ΕΠΑΛ, διότι το υπουργείο δεν κατάφερε να εξασφαλίσει την απαραίτητη χρηματοδότηση από κοινοτικά κονδύλια.
Μία άλλη πολυδιαφημισμένη παρέμβαση στην κατεύθυνση της «στήριξης» των «μειονεκτούντων» και αντιμετώπισης του «κοινωνικού αποκλεισμού» είναι οι Ζώνες Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας (ΖΕΠ), με προγράμματα που εφαρμόζονται σε σχολεία περιοχών «με χαμηλό συνολικό εκπαιδευτικό δείκτη, υψηλή σχολική διαρροή και χαμηλή πρόσβαση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, καθώς και χαμηλούς κοινωνικοοικονομικούς δείκτες, όπως χαμηλό συνθετικό δείκτη ευημερίας και ανάπτυξης και υψηλό δείκτη κινδύνου φτώχειας». Ωστόσο, το μέτρο, που σε χώρες της ΕΕ μετρά ήδη δύο δεκαετίες, σήμερα αμφισβητείται και από τους ίδιους τους υποστηρικτές του λόγω των αποτελεσμάτων που (δεν) έδειξε. Ο ίδιος ο ΟΟΣΑ, στην έκθεσή του με τίτλο «Ισότητα και ποιότητα στην Εκπαίδευση: Υποστηρίζοντας τους μειονεκτούντες μαθητές» (2012), διαπίστωνε πως στη Γαλλία όπου οι ΖΕΠ περιέλαβαν το 15% των μαθητών Δημοτικών και Γυμνασίων σε περισσότερες από 800 περιοχές, οι επιπλέον πόροι είχαν πολύ μικρή επίδραση στην ακαδημαϊκή απόδοση, η ποιότητα των εκπαιδευτικών μειώθηκε, η οικονομική σύνθεση των σχολείων των ΖΕΠ έγινε χειρότερη και η φοίτηση σε αυτά οδήγησε σε στιγματισμό.
Τα αποτελέσματα της αστικής διαχείρισης
Η αστική διαχείριση του προβλήματος της σχολικής διαρροής, τόσο σε εθνικό όσο και σε επίπεδο ΕΕ (οι χώρες της οποίας έχουν δεσμευτεί να μειώσουν το ποσοστό της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου στο 10% μέχρι το 2020), με τις διάφορες μορφές που πήρε, δεν έχει εξαλείψει τα φαινόμενα των ανισοτήτων στην Εκπαίδευση. Αυτό δεν οφείλεται στη μη εύρυθμη και οργανωμένη εισαγωγή των μέτρων, αλλά στο αντικειμενικό γεγονός ότι δεν μπορεί το αστικό κράτος που εξυπηρετεί την ταξική εκμετάλλευση, η οποία παράγει την ανισότητα, να την αμβλύνει με τέτοιες παρεμβάσεις. Το σχολείο στον καπιταλισμό ουσιαστικά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αναπαράγει την κοινωνική κατηγοριοποίηση και ταξική διαστρωμάτωση.
Οι όποιες παρεμβάσεις, άλλωστε, είναι ενταγμένες στη συνολική στρατηγική της διά βίου εκπαίδευσης, για τη σύνδεση της Εκπαίδευσης με τις ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής. «Η διεθνής εμπειρία από την αντιμετώπιση της "σχολικής αποτυχίας", η οποία ακόμα και με τα αστικά κριτήρια είναι συζητήσιμο αν έχει αποδώσει (π.χ. Ζώνες Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας, αντισταθμιστικά μέτρα, με προσανατολισμό κυρίως στην πρόωρη κατάρτιση κλπ.), αποδεικνύει ότι αξιοποιείται το πρόβλημα -που η ίδια η καπιταλιστική κοινωνία τροφοδοτεί και το αστικό σχολείο αναπαράγει- για να σπρώξει στην απόκτηση δεξιοτήτων, στην παραγωγή του φτηνού εργατικού δυναμικού, στη διαφοροποίηση του σχολείου, στη συμμετοχή των επιχειρήσεων στη λειτουργία και τον προσανατολισμό του», σημειώνεται στο κείμενο για το Ενιαίο 12χρονο Σχολείο.
Άλλωστε, η αστική στρατηγική για την Παιδεία καθόλου δεν δεσμεύεται από την αρχή για παροχή εκπαίδευσης ισότιμα σε όλα τα παιδιά, με την ίδια διάρκεια και περιεχόμενο σπουδών, με βάση τις σύγχρονες ανάγκες και τα επιτεύγματα της εποχής μας.
«Το πρόβλημα της "πρόωρης εγκατάλειψης δομών Εκπαίδευσης και Κατάρτισης" επίσης τίθεται ως μετρήσιμος στόχος προς αντιμετώπιση στα κείμενα των ιμπεριαλιστικών οργανισμών. Εξού και η αστική διαχείριση του προβλήματος με τη στρατηγική της "διά βίου μάθησης". Μέσω αυτής "εξασφαλίζεται μεγαλύτερη ευελιξία στην είσοδο και έξοδο σε εκπαιδευτικές δομές, οι όποιες ελλείψεις μπορούν να καλυφθούν εκ των υστέρων και ενδεχομένως το πρόβλημα της εγκατάλειψης του σχολείου, ακόμα και της υποχρεωτικής βαθμίδας, να μην έχει σήμερα -και πολύ περισσότερο να μην έχει στο μέλλον- την ίδια σημασία και βαρύτητα», διαπιστώνει το Τμήμα Παιδείας και Έρευνας της ΚΕ του ΚΚΕ σε άλλο σημείο της πρότασης για το 12χρονο Σχολείο.
Υποχρέωση τα μέτρα αντιμετώπισης των ανισοτήτων
Ο πυρήνας των ανισοτήτων, περιφερειακών, εκπαιδευτικών και άλλων μπορεί να εξαλειφθεί μόνο με μια κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία με κοινωνικοποιημένα τα μέσα παραγωγής. Αυτό δεν σημαίνει πως το ΚΚΕ είναι αντίθετο στις παρεμβάσεις που προσφέρουν ανακούφιση στα παιδιά των φτωχών λαϊκών στρωμάτων σήμερα. Μέσα στη Βουλή, σε συνδικαλιστικό επίπεδο, μέσα από πρωτοβουλίες αλληλεγγύης που υλοποιούνται με πρωτοβουλία του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος, παλεύει για την παροχή μέτρων στήριξης των παιδιών που έχουν συνολικά ανάγκη, για τους χιλιάδες μαθητές που π.χ. έχουν ανάγκη στήριξης και βοήθειας γιατί οι γονείς τους δυσκολεύονται να αντεπεξέλθουν στα δυσβάστακτα έξοδα των φροντιστηρίων ενόψει και των πανελλαδικών εξετάσεων.
Ειδική αναφορά γίνεται και στις θέσεις για το 12χρονο Σχολείο, όπου υπογραμμίζεται πως «το εργατικό κράτος έχει υποχρέωση να παρέχει δωρεάν εκπαίδευση σε όλους, μέσα από όμοιες συνθήκες στα αποκλειστικά κρατικά σχολεία. Λαμβάνει σειρά από μέτρα αντισταθμιστικού χαρακτήρα, για να αντιμετωπίσει τις ανισότητες και τις διαφορετικές αφετηρίες που θα συνεχίσουν να υπάρχουν για ένα μεγάλο διάστημα και θα επιδρούν στις συνθήκες ζωής και μόρφωσης».
Για παράδειγμα, μεταξύ των βασικών κριτηρίων τα οποία πρέπει σύμφωνα με το Τμήμα Παιδείας να πληρεί η διαδικασία πρόσβασης στην Ανώτατη Εκπαίδευση, καταγράφεται το «να σχεδιάζει θετικές διακρίσεις υπέρ των νέων από τα εργατικά - λαϊκά νοικοκυριά».
Επίσης, προβλέπεται ότι «το Ενιαίο Δωδεκάχρονο Σχολείο έχει διευρυμένη ημερήσια λειτουργία, η οποία διασφαλίζει την ολοκλήρωση της μορφωτικής, διαπαιδαγωγητικής εργασίας του (π.χ. μελέτη στο σχολείο, επίλυση ασκήσεων κ.ά.), ενώ εντός του δημιουργούνται δομές αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου». Η ολοκλήρωση της μορφωτικής εργασίας στο σχολείο δεν είναι απλά απελευθέρωση χρόνου για τη λαϊκή οικογένεια. Αφορά επίσης το γεγονός ότι έτσι αντιμετωπίζεται στην πράξη η κατηγοριοποίηση που πολλές φορές προκύπτει από τις διαφορετικές μορφωτικές «αποσκευές» κάθε οικογένειας.
Αυτή η ιστορική πείρα, άλλωστε, καταγράφεται σε όλη την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, όπου για παράδειγμα το ποσοστό των φοιτητών με εργατική και αγροτική προέλευση έφτασε το 50% έως και 60%.


Αναδημοσίευση από τον «Ριζοσπάστη» της Τετάρτης 2 Μάρτη 2016.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου